ὑπτιασμός

ὑπτιασμός
ὑπτιασμός
laying oneself backwards
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υπτιασμός — ο / ὑπτιασμός, ΝΜΑ [ὑπτιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπτιάζω νεοελλ. φυσιολ. κίνηση περιστροφής τού πήχεως τού χεριού με την οποία η παλάμη οδηγείται προς τα επάνω ή τού άκρου ποδιού με την οποία το έσω χείλος του σηκώνεται προς τα επάνω …   Dictionary of Greek

  • ὑπτιασμοῦ — ὑπτιασμός laying oneself backwards masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπτιασμούς — ὑπτιασμός laying oneself backwards masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπτιασμῶν — ὑπτιασμός laying oneself backwards masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπτιασμῷ — ὑπτιασμός laying oneself backwards masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπτιασμόν — ὑπτιασμός laying oneself backwards masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπτίαση — η / ὑπτίασις, άσεως, ΝΜΑ [ὑπτιάζω] υπτιασμός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”